- μεθημερινόν
- μεθημερινόςby daymasc acc sgμεθημερινόςby dayneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεθημερινός — μεθημερινός, ή, όν (Α) 1. αυτός που γίνεται ή συμβαίνει κατά τη διάρκεια τής ημέρας («μεθημεριναὶ φυλακαί», Ξεν.) 2. (για πυρετό) ο διαλείπων κάθε μέρα, αυτός που επισυμβαίνει μέρα παρά μέρα 3. (το ουδ. ως επίρρ.) τὸ μεθημερινόν κατά τη διάρκεια… … Dictionary of Greek
όψη — η (ΑΜ ὄψις) 1. το εξωτερικό μέρος προσώπου ή πράγματος, αυτό που κατ εξοχήν φαίνεται, η επιφάνεια (α. «η όψη τού υφάσματος» β. «δῶρον, οὐ σπουδαῑον εἰς ὄψιν», Σοφ.) 2. πρόσωπο, έκφραση, θωριά, φυσιογνωμία (α. «γελαστή όψη» β. «ὄψιν τέρειναν τήνδ… … Dictionary of Greek